- παρακλήτρια
- ἡ, Αβλ. παρακλήτωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακλήτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek